χαριέντισμα

χαριέντισμα
χᾰριέντ-ισμα, ατος, τό,
A witty saying, bon mot, in pl., Ph.2.570, Sch.Ar.Ach.380.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χαριέντισμα — το, ΝΜΑ [χαριεντίζομαι] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χαριεντίζομαι …   Dictionary of Greek

  • χαριεντισμάτων — χαριέντισμα witty saying neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαριεντίσματα — χαριέντισμα witty saying neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαριεντίσματος — χαριέντισμα witty saying neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαριεντολόγημα — το, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χαριεντολογώ, χαριέντισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαριεντολογώ. Η λ., στον πληθ. χαριεντολογήματα, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”